- αγανακτητός
- ἀγανακτητός, -ή, -όν (Α) [ἀγανακτῶ]εκνευριστικός, οχληρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγανάκτητος — και χτιστος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει αγανακτήσει 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα, ταλαιπωρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγανακτώ, όπου το αρκτικό φωνήεν α προσλαμβάνει στερητική σημασία με τον αναβιβασμό τού τόνου στην προπαραλήγουσα (βλ. α… … Dictionary of Greek
ἀγανακτητόν — ἀγανακτητός vexatious masc acc sg ἀγανακτητός vexatious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… … Dictionary of Greek
ἀγανακτητάς — ἀγανακτητά̱ς , ἀγανακτητός vexatious fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)